καὖθις

καὖθις
αὖθις , αὖθις
back
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αύθις — αὖθις, (επικ. κ. ιων.) αὖτις επίρρ. (Α) 1. πίσω στο ίδιο σημείο απ όπου ξεκίνησε κανείς («αὖτις βαίνειν», «τὴν αὐτὴν ὁδὸν αὖτις», «δευρὶ καὖθις ἐκεῑσε») 2. χρον. πάλι, ξανά 3. αργότερα, στο προσεχές μέλλον («ταῡτα μεταφρασόμεθα καὶ αὖθις» αυτά θα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”